- τερατοποιΐα
- ἡ, ΜΑ [τερατοποιός]η τέλεση θαυμαστών ή παράξενων πραγμάτων, θαυματοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερατοποιία — τερατοποιίᾱ , τερατοποιία miracle mongering fem nom/voc/acc dual τερατοποιίᾱ , τερατοποιία miracle mongering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοποιίας — τερατοποιίᾱς , τερατοποιία miracle mongering fem acc pl τερατοποιίᾱς , τερατοποιία miracle mongering fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοποιίαν — τερατοποιίᾱν , τερατοποιία miracle mongering fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆՇԱՆԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0434 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. τερατοποιΐα, θαυματουργία, παράδοξον , θαῦμα prodigiorum patratio, praestigium, miraculum, prodigium, paradoxa. Հրաշագործութիւն, սքանչելագործութիւն. եւ Նշանք. հրաշք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)